Σύρος
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Η Σύρος είναι το μεγαλύτερο σε πληθυσμό νησί των Κυκλάδων, με 20.000 κατοίκους περίπου. Κατέχει κεντρική θέση στις Κυκλάδες, με έκταση 84 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το νησί έχει έντονο ανάγλυφο, με πολλά υψώματα και μικρές κοιλάδες, και οι ακτές του σχηματίζουν αρκετούς ασφαλείς όρμους. Εκτός από το συμπαγή οικιστικό όγκο που σχηματίζουν στην ανατολική ακτή η Ερμούπολη και η Άνω Σύρος, υπάρχουν πολυάριθμοι διάσπαρτοι οικισμοί. Στις θέσεις Χαλανδριανή και Καστρί έχουν βρεθεί σημαντικά δείγματα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού (2.700-2.200 π.Χ. περίπου), γνωστού ως «Πολιτισμού Σύρου-Κέρου». Στους αιώνες που ακολούθησαν, το νησί βρέθηκε σταδιακά κάτω από την επιρροή των Φοινίκων,των Μινωιτών και στη συνέχεια των Μυκηναίων. Κατά την αρχαϊκή περίοδο έζησε στο νησί ο φιλόσοφος Φερεκύδης, ένας από τους πρόδρομους της προσωκρατικής σκέψης και δάσκαλος του Πυθαγόρα. Κατά τους Μηδικούς πολέμους, η Σύρος υποτάχθηκε στους Πέρσες και αργότερα εντάχθηκε στην πρώτη Αθηναϊκή συμμαχία. Αποτέλεσε αυτόνομο κρατίδιο, με βουλή και δήμο, κατέβαλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Με το τέλος του αρχαίου κόσμου, οι βαρβαρικές επιδρομές και η μάστιγα της πειρατείας, που σημαδεύει το χώρο του Αιγαίου για πολλούς αιώνες, οδηγούν τη Σύρο στην παρακμή. Στους βυζαντινούς χρόνους, η Σύρος αποτελεί, μαζί με τα άλλα νησιά των Κυκλάδων, μέρος του Θέματος του Αιγαίου. Με την κατάλυση του Βυζαντίου από τους Φράγκους το 1204, η Σύρος υπάγεται στην Ενετική κυριαρχία και περιλαμβάνεται στο Δουκάτο του Αιγαίου. Την ίδια περίπου περίοδο οικίζεται η Άνω Σύρος. Κατά τη Λατινοκρατία, η πλειοψηφία της τοπικής κοινότητας αποδέχεται το καθολικό δόγμα, διατηρεί όμως την ελληνική γλώσσα. Στους τρεισήμισι περίπου αιώνες του Δουκάτου του Αιγαίου, η Σύρος γνωρίζει ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τύπου. Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο οθωμανικός στόλος καταλαμβάνει το νησί και το Δουκάτο καταλύεται. Όμως, οι διαπραγματεύσεις των τοπικών αρχών με την οθωμανική εξουσία οδηγούν στην παραχώρηση σημαντικών προνομίων στα κυκλαδονήσια, όπως, για παράδειγμα, μείωση της φορολογίας και θρησκευτική ελευθερία. Παράλληλα, μετά από σχετική συμφωνία μεταξύ της Γαλλίας και της οθωμανικής εξουσίας, οι καθολικοί τίθενται υπό την προστασία των Γάλλων, προνόμιο που διατηρήθηκε για αιώνες. Μετά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αρχίζει μία περίοδος οικονομικής ανάκαμψης του χώρου του Αιγαίου, που κορυφώνεται κατά το πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα, ενώ το ιδιαίτερο καθεστώς των νησιών επιτρέπει την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης. Η υποχώρηση της πειρατείας από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή απελευθέρωση των ναυτικών δρόμων της ανατολικής Μεσογείου. Χάρη στη καίρια γεωγραφική της θέση, την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων και την ενισχυμένη αυτοδιοίκηση, η Σύρος αναδεικνύεται σε ναυτιλιακό κόμβο. Επιπλέον, οι ιδιαίτερες κοινωνικές, θρησκευτικές και θεσμικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί, οδηγούν τους Συριανούς στη διατήρηση ουδετερότητας κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821. Ως αποτέλεσμα της ουδετερότητας, η Σύρος γίνεται ένα ασφαλές καταφύγιο κατά την Επανάσταση και προσελκύει πολυάριθμους Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τη Χίο, τα Ψαρά, την Κάσο, και άλλα μέρη. Οι νέοι κάτοικοι, κυρίως ναυτικοί και έμποροι, μεταδίδουν ένα νέο δυναμισμό στο νησί, που, παράλληλα με τη δημογραφική και οικονομική του ανάπτυξη, εξελίσσεται σε διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο. Με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και την επάνοδο της ομαλότητας, η Σύρος αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο του Αιγαίου και διεθνές εμπορικό κέντρο μεταξύ Δυτικής Ευρώπης, Μεσογείου και Ανατολής. Από το 1830, αναπτύσσεται στη Σύρο το εμπόριο των υφασμάτων, του μεταξιού, των δερμάτων, των σιδερικών, και δημιουργείται παράλληλα ένα ισχυρό τραπεζοπιστωτικό σύστημα. Ως το 1860 περίπου, η Σύρος ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. Παράλληλα με το εμπόριο, αναπτύσσονται οι βιοτεχνίες, η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Η ακμή της Ερμούπολης συνδέεται εξάλλου με σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Ο αναπτυξιακός κύκλος ολοκληρώνεται με τη δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών μονάδων κατά τη δεκαετία 1860-1870. Ακολουθεί περίοδος μαρασμού, καθώς η ιστιοφόρος ναυτιλία παρακμάζει, η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού μειώνεται και το λιμάνι του Πειραιά αποκτά πλέον την πρωτοκαθεδρία στον Ελληνικό χώρο. Στο τέλος του 19ου αιώνα και για μερικές ακόμα δεκαετίες παρατηρήθηκε προσωρινή οικονομική ανάκαμψη, χάρη στην ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας. Παρ’ όλ’ αυτά, η παρακμή τελικά υπερισχύει και η ανεργία κυριαρχεί. Τα δεινά του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου πλήττουν βαρύτατα τη Σύρο και η οικονομική παρακμή εντείνεται κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Όμως, ήδη από τη δεκαετία του 1980, με τη γενικότερη βελτίωση της οικονομίας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα, εμφανίζονται στοιχεία ανάκαμψης, με κύριο άξονα τον τουρισμό. Παράλληλα, η επαναλειτουργία των ναυπηγείων και άλλες δράσεις φανερώνουν την ανοδική πορεία της Σύρου και ταυτόχρονα υποδεικνύουν την ανάγκη διαφοροποίησης της οικονομίας και αναζήτησης νέων ισορροπιών. Η ΣΥΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ Στη Σύρο σήμερα υπάρχουν 3 Δήμοι. Ο Δήμος Ανω Σύρου, ο Δήμος Ερμούπολης και ο Δήμος Ποσειδωνίας. ΠΑΙΔΕΙΑ Στη Σύρο υπάρχουν 9 Δημόσια Δημοτικά Σχολεία, 1 Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο "Αγ. Γεώργιος" (ΦΡΕΡ), Ειδικό Δημ. Σχολείο. Ακόμη έχει 3 Γυμνάσια, Εσπερινό Γυμνάσιο, ΕΕΕΕΚ, 2 Λύκεια, 2 ΤΕΕ, ΣΕΚ, Ειδικό ΤΕΕ. Στην Ερμούπολη υπάρχει Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης προϊόντων και Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου το οποίο στεγάζεται στο κτίριο του 1ου Γυμνασίου Σύρου (1832)